- εὐπάλαμον
- εὐπάλαμοςhandymasc/fem acc sgεὐπάλαμοςhandyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὐπάλαμον — Εὐπάλαμος handy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… … Dictionary of Greek